- αργύρωμα
- τό1) тонкий слой серебра после серебрения; 2) *λ. серебряная посуда; 3) см. ασήμωμα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀργύρωμα — silver plate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργύρωμα — το (Α ἀργύρωμο) [αργυρώ] νεοελλ. 1. ασήμωμα, επαργύρωση 2. το λεπτό στρώμα ή η λεπτή πλάκα αργύρου κατόπιν αργύρωσης αρχ. συνήθως στον πληθ. ( ματα) τα αργυρά σκεύη, τα ασημικά … Dictionary of Greek
ἀργυρωμάτων — ἀργύρωμα silver plate neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρώμασι — ἀργύρωμα silver plate neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρώμασιν — ἀργύρωμα silver plate neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρώματα — ἀργύρωμα silver plate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀργυρώματ' — ἀργυρώματα , ἀργύρωμα silver plate neut nom/voc/acc pl ἀργυρώματι , ἀργύρωμα silver plate neut dat sg ἀργυρώματε , ἀργύρωμα silver plate neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρώματ' — ἀργυρώματα , ἀργύρωμα silver plate neut nom/voc/acc pl ἀργυρώματι , ἀργύρωμα silver plate neut dat sg ἀργυρώματε , ἀργύρωμα silver plate neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργυρωμάτιον — ἀργυρωμάτιον, το (Α) [αργύρωμα] μικρό αργυρό σκεύος … Dictionary of Greek
αργυρώνω — (AM ἀργυρῶ όω) επαργυρώνω αρχ. ( ούμαι) (για πρόσωπα) ανταμείβομαι με άργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος. ΠΑΡ. αργύρωμα. ΣΥΝΘ. εξαργυρώνω ( ώ), επαργυρώνω ( ώ) αρχ. διαργυρώ, εναργυρώ, καταργυρώ, υπαργυρώ αρχ. μσν. περιαργυρώ νεοελλ. επαργυρώνω] … Dictionary of Greek
τἀργυρώματα — ἀργυρώματα , ἀργύρωμα silver plate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)